- κεραμβυκίδες
- (cerambycidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε υποτροπικές και τροπικές περιοχές. Χαρακτηρίζονται από το μεγάλο σώμα τους, το οποίο είναι επίμηκες και κυλινδρικό, φτάνοντας σε μήκος τα 60 χιλιοστά. Ορισμένα είδη τους, μάλιστα, είναι από τα μεγαλύτερα επιζώντα έντομα. Το κεφάλι τους διαθέτει μακριές κεραίες, που ποικίλλουν σε μέγεθος από το μισό έως το διπλάσιο του μήκους του σώματος· γι’ αυτό συχνά αποκαλούνται μακρύκερα. Τα μάτια τους έχουν νεφροειδές σχήμα. Τα έλυτρα συνήθως καλύπτουν τελείως τις πίσω πτέρυγες, οι οποίες είναι καλά ανεπτυγμένες. Όμως σε ορισμένα είδη τα έλυτρα είναι κοντά και σε άλλα οι πτέρυγες έχουν περιορισμένο μέγεθος ή απουσιάζουν τελείως. Οι γνάθοι και τα πόδια τους είναι ισχυρά. Σε ορισμένα είδη εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός: τα αρσενικά έχουν μακρύτερες κεραίες ή μεγαλύτερα πόδια από τα θηλυκά, φέρουν πτέρυγες ή εμφανίζουν ορισμένους άλλους μορφολογικούς χαρακτήρες. Οι κ., όταν φτάσουν στο στάδιο του τέλειου εντόμου, αλλάζουν συνθήκες διαβίωσης και συναντώνται το σούρουπο ή τις νυχτερινές ώρες. Ορισμένα είδη ζουν στα άνθη, άλλα σε διάφορα δέντρα, όπου τρέφονται από το νέκταρ, τους χυμούς, τους οφθαλμούς των φυτών, τα φύλλα ή τον κορμό τους, ενώ άλλα είδη διαβιούν στο έδαφος.
Η αναπαραγωγή αυτών των εντόμων γίνεται με αβγά· τα αφήνουν στην επιφάνεια των φυτών και τα σκεπάζουν με ξυλόσκονη, αναμεμειγμένη με κάποια συγκολλητική ουσία, ή τα τοποθετούν σε μικρές κοιλότητες του κορμού, τις οποίες έχουν προηγουμένως ανοίξει τα θηλυκά με τα στοματικά τους εξαρτήματα. Οι προνύμφες των κ. είναι επιμήκεις, σαρκώδεις και κυλινδρικές· έχουν κεφάλι καλυμμένο από χιτίνη, πολύ ισχυρά γναθικά εξαρτήματα και κοντές κεραίες. Γενικά, είναι άποδες ή φέρουν κοντά πόδια. Προχωρούν μέσα σε στοές που σκάβουν στο ξύλο με τη βοήθεια χαρακτηριστικών προεξοχών των βαδιστικών τους άκρων, τα οποία βρίσκονται στη ραχιαία και στην κοιλιακή επιφάνεια των μεταμερών της κοιλιάς. Οι προνύμφες ζουν μέσα σε ζωντανό ή νεκρό ξύλο καθώς και σε ξύλινα έπιπλα, προκαλώντας τους σοβαρές ζημιές. Ορισμένες τρέφονται μόνο με ρίζες ή χλόη. Πολλές από τις ξυλοφάγες προνύμφες προσβάλλουν διάφορα δέντρα σε πλήρη ζωτικότητα ή σε κατάσταση μαρασμού. Μία από αυτές είναι η κεράμβυξ της βελανιδιάς, ένα από τα μεγαλύτερα είδη που υπάρχουν στη νότια Ευρώπη. Το τέλειο έντομο ξεπερνά σε μήκος τα 5 εκ. και διαθέτει κεραίες, οι οποίες στα αρσενικά είναι μακρύτερες από το σώμα. Τα θηλυκά έντομα αφήνουν τα αβγά τους στις εκδορές του φλοιού των χοντρών κορμών της δρυός. Η προνύμφη που εκκολάπτεται από αυτά δεν διαθέτει μάτια και πόδια. Έχει όμως ισχυρές σιαγόνες, ικανές να μετατρέπουν το ξύλο σε ροκανίδι, το οποίο κατά ένα μέρος πέπτεται και χρησιμοποιείται από την προνύμφη για να φράζει τις στενές στοές που ανοίγει καθώς προχωρεί σταδιακά μέσα στο ξύλο. Η προνύμφη ζει 3 ή 4 χρόνια μέσα στον κορμό, σκάβοντάς τον. Αφού συμπληρώσει την ανάπτυξή της και φτάσει το μήκος και το πάχος ενός δακτύλου, προετοιμάζει έναν θάλαμο μέσα στον οποίο μεταμορφώνεται σε νύμφη και από τον οποίο τελικά βγαίνει, διαχειμάζοντας με τη μορφή του τέλειου εντόμου.
Βιολογικό κύκλο και συνήθειες όμοιες με τον κ. της βελανιδιάς έχει το –επίσης μεγαλόσωμο– είδος, γνωστό με τη λατινική ονομασία Ergates faber, το οποίο καταστρέφει τους κορμούς των νεκρών κωνοφόρων δέντρων. Αρκετά διαδεδομένο είδος στην Ευρώπη, χαρακτηρίζεται από τον έντονο φυλετικό διμορφισμό, που εκδηλώνεται με το μεγαλύτερο μήκος κεραιών και τον διαφορετικό χρωματισμό του αρσενικού. Το είδος σαπερδίνα ο καρχαρίας, που προσβάλλει τη λεύκη, έχει επίσης ξυλοφάγες προνύμφες. Το θηλυκό έντομο σκάβει στον φλοιό του δέντρου κυκλικές στοές, μέσα στις οποίες αφήνει τα αβγά του. Οι προνύμφες που βγαίνουν από αυτά προχωρούν στο τρυφερό ξύλο και το σκάβουν μέχρι το κέντρο. Μετά από 2 έως 3 χρόνια επιστρέφουν στην επιφάνεια και κλείνονται σε ένα μικρό κάλυμμα με πολύ σκληρό περίβλημα, που σχηματίζεται από τα περιττώματά τους· μέσα σε αυτό συντελείται η μεταμόρφωσή τους. Η ξυλεία για οικοδομές και τα έπιπλα από ξύλο έλατου προσβάλλονται από το είδος Ηylotrupes bajulus, αρκετά όμοιο με τον κ. της βελανιδιάς, αλλά μήκους μόνο 2 εκ. Οι προνύμφες του εντόμου αυτού δεν προσβάλλουν την επιφάνεια του ξύλου, αλλά βλάπτουν το εσωτερικό του.
Οι κ., γενικά, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανακύκλωση των θρεπτικών ουσιών στα δασικά οικοσυστήματα. Όμως, εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού τους, καθίστανται σοβαρά παράσιτα της ξυλείας και των προϊόντων της.
Το είδος λέπτουρος της οικογένειας των κεραμβυκιδών.
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των κεραμβυκιδών είναι οι πολύ μακριές κεραίες τους.
Το είδος κεράμβυξ της βελανιδιάς.
Dictionary of Greek. 2013.